- αλλούθε
- επίρρ. τοπικό1. για την προς κάποιο τόπο κίνηση: Τράβα αλλούθε.2. για την από κάποιο τόπο κίνηση, οπότε συνοδεύεται και με την πρόθεση από: Το κακό μας ήρθε απ' αλλούθε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.